- ζαφλεγής
- ζα - φλεγής, ές (φλέγω): strongly burning, met., full of fire, Il. 21.465†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ζαφλεγής — ζαφλεγής, ές (Α) (επικ. επίθ.) 1. (για άνδρες που βρίσκονται στην ακμή τους) γεμάτος φλόγα, σφριγηλός, ζωηρός («ἄλλοτε μἐν ζαφλεγέες τελέθουσιν», Ομ. Ιλ.) 2. (για Ίππους) γεμάτος ορμή και ζωντάνια, ορμητικός, πυρώδης 3. αυτός που λάμπει πολύ, ο… … Dictionary of Greek
ζαφλεγής — full of fire masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαφλεγεῖς — ζαφλεγής full of fire masc/fem acc pl ζαφλεγής full of fire masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαφλεγές — ζαφλεγής full of fire masc/fem voc sg ζαφλεγής full of fire neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαφλεγέας — ζαφλεγής full of fire masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαφλεγέες — ζαφλεγής full of fire masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαφλεγέων — ζαφλεγής full of fire masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δα- — (Α) μόριο προθεματικό, επιτατικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Το προθεματικό εμφατικό δα πιθανόν να είναι τύπος τής καθημερινής γλώσσας. Ισοδυναμεί με το επίσης εμφατικό διά (πρβλ. διαλγής «αυτός που υποφέρει μεγάλο πόνο»), αιολ. ζα (πρβλ. ζαφλεγής «περιφλεγής,… … Dictionary of Greek
ζα- — επιτατικό πρόθεμα ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής («ζάπλουτος» πολύ πλούσιος, πάμπλουτος). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζα. ΣΥΝΘ. ζάπλουτος αρχ. ζάβατος, ζάδηλος, ζαής, ζάθεος, ζαθερής, ζάκοτος, ζακρυόεις, ζάλευκος, ζαμένης, ζαπληθής, ζατρεφής, ζαφλεγής,… … Dictionary of Greek